ThEo
I create [δimiurΓο] -υ εμαι
A multi diverse artist
1. produce, I make there a. that previously did not exist: nothing is created from scratch. Man created the arts and sciences || (for God) I give substance, entity, life. 2. (for spiritual, artistic creation) produced. original, inspired: The true artist creates, does not mimic. 3a. with actions, actions, activities produce, provoke, shape (or cause) a result, a (new) event, a (new) situation.
Δημιουργώ [δimiurγó] -ούμαι
1. παράγω κτ., κάνω να υπάρξει κτ. που πριν δεν υπήρχε: Tίποτε δε δημιουργείται από το μηδέν. Ο άνθρωπος δημιούργησε τις τέχνες και τις επιστήμες || (για το Θεό) δίνω υπόσταση, οντότητα, ζωή. 2. (για πνευματικό, καλλιτεχνικό δημιούργημα) παράγω κτ. πρωτότυπο, εμπνευσμένο: Ο αληθινός καλλιτέχνης δημιουργεί, δε μιμείται. 3α. με ενέργειες, πράξεις, δραστηριότητες παράγω, προκαλώ, διαμορφώνω (ή γίνομαι αιτία για) ένα αποτέλεσμα, ένα (νέο) γεγονός, μια (νέα) κατάσταση.